ἥσυχος

ἥσυχος
ἥσῠχ-ος, [dialect] Dor. [pref] ἅς- (v. fin.), ον,
A quiet,

ἥ. ἀνστρέφεται Hes.Th. 763

;

ἥσυχοι ἔργ' ἐνέμοντο Id.Op.119

; ἥ . . . ὁδὸν ἔρχεο go thy way in peace, Thgn.331;

ἥ. καθεύδειν Anacr.88

; ἥ. θακεῖν, θάσσειν, S.Aj. 325, E.Hec.35;

ἥσυχοι ἔστε Hdt.7.13

, cf. 1.88; ἔχ' ἥσυχος keep quiet, keep still, Id.8.65, E.Med.550; μέν' ἥ. Ar.Av.1199, Th.925;

γίγνεσθε E.Cyc.94

, cf. Ba.1362;

κατεθεᾶτο X.Cyr.5.3.55

;

ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖν E.Or.[136]

; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει, i. e. in thought, A.Ch.452; ἐν ἡσύχῳ quietly, S.OC82; ἥ. δορί inactive with it, E.Fr.998; τὸ ἥ. τῆς εἰρήνης, v.l. for ἡσύχιον, Th.1.120; νοῦς ἥ. τῶν πράξεων at rest from . . , free from . . , Plot.6.8.5.
2 quiet, gentle, of character, in [comp] Comp. -αιτέρα, A.Eu.223, cf. E.Supp.952, etc.;

οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου ποδὸς δύσκλειαν ἐκτήσαντο Id.Med.217

; ὄμματος παρ' ἡ. A.Supp.199;

γλῶσσα -ωτέρα S.Ant.1089

; ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα moderate thy wrath, E. Ba.647; τὸ ξύνηθες ἥ. their accustomed quietness, Th.6.34; ἡσυχαίτερα less severe, Id.3.82.
3 cautious,

πρόνοια E.Or.1407

(lyr.); of persons, Id.Supp.509.
4 of the voice, gentle,

φωνὴ -αιτέρα X. Cyr.1.4.4

.
5 implicit, Plot.6.2.20.
II [comp] Comp. and [comp] Sup. -αίτερος, -αίτατος, A.Eu.l.c., Th.3.82, Pl.Phlb.24c, X.Cyr.1.4.4, 6.2.12; -ώτερος, -ώτατος, S.Ant.1089, Pl.Chrm.160a (nisileg. -ιώτατος) ; -έστατος Sch.Lyc.3.
III Adv.

-χως A.Supp.724

; κάρτ' ἂν εἶχον ἡ. E.Supp. 305;

ἡ. ναίειν Id.Heracl.7

; gently, cautiously, Id.Or.698; slowly,

πορεύεσθαι X.Cyr.5.3.53

, etc.: [dialect] Ion. [comp] Comp.

ἡσυχέστερον Hp.Salubr.3

,5: [comp] Sup.,

ὡς ἡσυχαίτατα Pl.Chrm.160a

: neut. ἥσυχον, [dialect] Dor. ἅσυχον, as Adv., v.l. in Theoc.14.27
: pl.,

ἅσυχα Id.2.11

,100, 6.12, Hymn.Is.103. ([dialect] Dor. ἁς- is dub., ἥσυχος, ἡσυχῆ, ἡσυχία codd. Pi., ἡσύχ-ιμος, -ιος, as v.l.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”